τραπεζίτῃ

τραπεζίτῃ
τραπεζί̱τῃ , τραπεζίτης
money-changer
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • DECRESCERE — apud Tertullian. de Poenit. c. 11. Ad omnem occur sum maioris cuiusque personae decrescentes: eleganter, pro corpus inclinare, se submittere, venerationi testandae, Graecae ταπηνοῦςθαι, ὑποπιπτειν et ὑποκόπτειν: quibus opponit Diod. ὑπερέχειν ubi …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αφορμή — η (AM ἀφορμή) 1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο 2. αιτία, ευκαιρία 3. δικαιολογία, πρόφαση 4. αιτία μιας αρρώστιας μσν. 1. τρόπος, δυνατότητα 2. μομφή, κατηγορία 3. αμηχανία, τρέλα αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επικάθημαι — (AM ἐπικάθημαι) [κάθημαι] κάθομαι πάνω σε κάτι («γλαῦξ αὐτῇ ἐπικαθῆσθαι», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βαραίνω πάνω σε κάτι, πιέζω, καταπιέζω αρχ. 1. κάθομαι βαρύς κάπου, συνθλίβω 2. (για πόλη) είμαι χτισμένη, κείμαι 3. (απολ.) επωάζω, κλωσσώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …   Dictionary of Greek

  • καταλλαγή — η (AM καταλλαγή) [καταλλάσσω] συνδιαλλαγή, συμφιλίωση, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων μσν. αρχ. 1. εκκλ. α) διαλλαγή τών αμαρτωλών με τον θεό β) συγχώρηση, άφεση 2. ανταλλαγή νομισμάτων αρχ. 1. το κέρδος τού αργυραμοιβού ή τραπεζίτη κατά την αλλαγή …   Dictionary of Greek

  • καταστατικός — ή, ό (Α καταστατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση 2. φρ. «καταστατικός χάρτης» ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης τού ΟΗΕ») 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • μηδεκιάς — και μηδεσκιάς επίρρ. καθόλου («εσύ σαι πλιότερου καιρού παρ άνθρωπο στην Κρήτη και μηδεσκιάς στο στόμα σου δεν έχεις τραπεζίτη», Πανώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. κιάς (< καί + ἄς). Ο τ. μηδεσκιάς < μηδέ + σκιάς «τουλάχιστον»] …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιτεία — ἡ, Α [τραπεζιτεύω] το επάγγελμα και το έργο τού τραπεζίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”